δεματιάζω

δεματιάζω
μετ.
1) связывать в пучки, вязанки, связки; вязать (снопы и т. п.); 2) упаковывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δεματιάζω" в других словарях:

  • δεματιάζω — δεματιάζω, δεμάτιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δεματιάζω — και δεματίζω [δεμάτι] 1. κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δέματα («δεματιάζω ξύλα, χόρτα κ.τ.ό.») 2. φρ. α) «δεματιάζω τ αβγά» κοπιάζω άδικα β) «αποκλάδιαζε, αν θες να δεματιάζεις» πρέπει να εξαλείψεις τις αιτίες τών συγκρούσεων αν θέλεις να… …   Dictionary of Greek

  • δεματιάζω — ιασα, δεματιασμένος, κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δεμάτια: Πρέπει να δεματιάσουμε τα ξύλα, για να μπορέσουμε να τα αποθηκεύσουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδεμάτιαστος — η, ο [δεματιάζω] αυτός που δεν δεματιάστηκε, δεν δέθηκε σε δεμάτι …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • δεμάτιασμα — το [δεματιάζω] 1. το να δεματιάζει κανείς 2. η συσκευασία σε δέματα …   Dictionary of Greek

  • δεματίζω — βλ. δεματιάζω …   Dictionary of Greek

  • δεματιαστής — ο [δεματιάζω] ο δεματάς …   Dictionary of Greek

  • δεματοποιώ — ( έω) [δεματοποιός] δεματιάζω …   Dictionary of Greek

  • δένω — έδεσα, δέθηκα, δεμένος 1. μτβ., κάνω δέμα, δεματιάζω: Έδεσε τα άχυρα. 2. τυλίγω κάτι με κάποιο δεσμό, για να το συγκρατήσω: Όταν μαγειρεύω, δένω πάντα τα μαλλιά μου σε αλογοουρά. 3. μτφ., υποχρεώνω, δεσμεύω: Η αγορά του σπιτιού έχει δεθεί με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»